- ἐπισκάπτειν
- ἐπισκάπτωdig superficiallypres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικατασκάπτω — ἐπικατασκάπτω (Α) 1. κατεδαφίζω, καταστρέφω 2. καταστρέφω επίσης 3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.) … Dictionary of Greek